- τηλεκλητός
- -ή, -όν, Αβλ. τηλεκλειτός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τηλεκλητός — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεκλητοί — τηλεκλητός masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεκλητῶν — τηλεκλητός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηλεκλειτός — και τηλεκλητός, ή, όν, θηλ. και ός Α αυτός τού οποίου το κλέος, η φήμη φθάνει μακριά, ένδοξος, ξακουστός (α. «Φοίνικος κούρης τηλεκλειτοῑο», Ομ. Ιλ. β. «τηλεκλειτόν τ Ἐφιάλτην», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + κλειτός (Ι) «ένδοξος» (πρβλ.… … Dictionary of Greek